λεοντάριον

λεοντάριον
λεοντάριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεονταρίου — λεοντάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεονταρίῳ — λεοντάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντάρια — λεοντάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • λεοντάρι — I Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 289 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 43 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • λιοντάρι — και λεοντάρι, το 1. κοινή ονομασία τού είδους Panthera leo, σαρκοφάγου θηλαστικού τής οικογένειας αιλουροειδή, ο λέων 2. μτφ. άνθρωπος ατρόμητος, γενναίος, λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάριον, με συνίζηση (< λέων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”